- thermocautérisation
- fтермокаутеризация
Dictionnaire médical français-russe.
Dictionnaire médical français-russe.
θερμοκαυτηρίαση — η ιατρ. η χρησιμοποίηση θερμοκαυτήρα για χειρουργικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermocauterisation < thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) + cauterisation (πρβλ. καυτηρίαση)] … Dictionary of Greek